.

.

.

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Νερά γεμάτα... πρωτιέs!







Τώρα πέρασαν τα χρόνια, ερχόμαστε για πλάκα, για να περνάει η ώρα», λέει ο κυρ-Χρήστος. Με την ψύχραιμη απόσταση που δημιουργεί καμιά φορά από τα πράγματα η ηλικία, είναι φανερό ότι απολαμβάνει τώρα με
διαφορετικό τρόπο το ψάρεμα. Αυτό το χειμωνιάτικο πρωινό, οι συνθήκες στην Τριχωνίδα είναι πολύ κοντά στην ιδανική τους εκδοχή.
Έβρεχε ολόκληρο το προηγούμενο βράδυ, αλλά το ξημέρωμα συνέπεσε με καθαρό ουρανό και απρόσκοπτη ορατότητα μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Εχουμε δηλαδή μερικές ώρες πριν να ξαναμαζευτούν οι νεφώσεις του μεσημεριού.
Πιάνουμε την κουβέντα στ' ανοιχτά, λίγο έξω από το λιμάνι της Βαρειάς που θα μπορούσε να θεωρηθεί το επίνειο του χωριού Νερομάνα που βρίσκεται στο ύψωμα, επάνω στο βουνό.
«Ο Χρήστος Μαραγιάννης ήταν ένας από τους καλύτερους κατασκευαστές διχτυών σε ολόκληρη τη λίμνη. Συνεχίζει να τα πλέκει μόνος του και είναι περιζήτητα, αφού τα αντίστοιχα του εμπορίου δεν μπορούν να συγκριθούν με τη χειροποίητη δουλειά του», λέει ο Γιάννης. Μαζί με τον Χρήστο αποτελούμε την τριμελή ομάδα του δικού μας σκάφους. Ο Γιάννης Καλιακμάνης και ο Χρήστος Διαμάντης έχουν την καλοσύνη να ανεχτούν την παρουσία μας στο ταχύπλοο που σαλπάρει στα γρήγορα.
Φυσικά και είμαστε μέσα στην καλή χαρά που μας δίνεται η ευκαιρία να διασχίσουμε τα γαλήνια νερά και να συνομιλήσουμε με τους ψαράδες που σηκώνουν τα δίχτυα τους, παρά την κάπως αντίξοη για ψάρεμα συγκυρία. Βρισκόμαστε στην καρδιά του ολόγιομου φεγγαριού που κάνει τους ψαράδες να κρατάνε τα δίχτυα στις αποθήκες, ενώ πρόκειται επιπλέον για την εποχή του μαζέματος της ελιάς, κάτι που κρατάει έξω από το νερό τους περισσότερους. Ολο και κάποιο χεράκι θα πρέπει να δώσουν για τις ανάγκες της ελαιοπαραγωγής.
Λίγο πιο πέρα ψαρεύει ο κ. Κώστας Σπύρου από την Μυρτιά που, μεταξύ σοβαρού και αστείου, σπεύδει να μας διορθώσει.
«Εγώ είμαι Μυτιληνιός που παντρεύτηκα κατά δω. Ημουν επαγγελματίας ψαράς της θάλασσας, πολύ πριν έρθω στην Τριχωνίδα. Ο,τι και να γινότανε όμως, δεν υπήρχε περίπτωση να εγκαταλείψω το ψάρεμα», ανακοινώνει δουλεύοντας τα δίχτυα με τις έμπειρες, μηχανικές κινήσεις του «παλιού».
Ψάρια υπάρχουν αλλά τα περισσότερα καταλήγουν πάλι στο νερό αφού δεν είναι εμπορεύσιμα.
Μιλώντας με τους ψαράδες
Από τη συζήτηση προκύπτει ότι η, ασθενής σε επίπεδο λεπτομερειακής γεωγραφίας, μνήμη μας δεν κατάφερε να συγκρατήσει μια ενδιαφέρουσα πρωτιά. Εκεί λοιπόν, νότια από το αγέρωχο Παναιτωλικό, βρίσκεται η μεγαλύτερη λίμνη της Ελλάδας. Η «άγνωστη» Τριχωνίδα που εξακολουθεί να διάγει στους πατροπαράδοτους ρυθμούς της, μακριά από τη μεγάλης κλίμακας τουριστική ανάπτυξη που μόλις τώρα αρχίζει να ξεδιπλώνεται.
Με κινηματογραφικούς όρους, η λίμνη Πλαστήρα, για παράδειγμα, είναι γνωστή «σταρ» αλλά η Τριχωνίδα παραμένει απλός κομπάρσος. Το ίδιο συμβαίνει και με τη «δίδυμη» αδελφή της, τη διπλανή Λυσιμαχία. Το ταχύπλοο μάς επιτρέπει να διασχίσουμε σχετικά σύντομα τα περίπου εκατό τετραγωνικά χιλιόμετρα της γυαλιστερής επιφάνειας. Κάποια στιγμή, τα παιδιά λένε ότι βρισκόμαστε ακριβώς επάνω από το μέγιστο βάθος των περίπου εξήντα μέτρων.
Κινούμαστε παράλληλα με την ακτή και έτσι απολαμβάνουμε την πραγματικότητα στις όχθες, τα πανέμορφα δάση από πλατάνια, λεύκες, ιτιές και πικροδάφνες. Πέρα από τη φυσική της ομορφιά, η περιοχή διαθέτει σημαντική βιοποικιλότητα, με καταγεγραμμένα περισσότερα από διακόσια είδη πουλιών, πενήντα από τα οποία θεωρούνται σπάνια. Κάποια στιγμή έρχεται η πληροφορία για τη δεύτερη πρωτιά.
Ο Νανογωβιός είναι ένα μικρό ψαράκι με μήκος γύρω στα πέντε εκατοστά, που απαντάται μόνο σε αυτά τα νερά. Τον εντόπισε, για πρώτη φορά, ο καθηγητής Οικονομίδης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ μια ομάδα ξένων επιστημόνων τον ονόμασε Economidichthys Τrichonis προς τιμήν του πρωτοπόρου ακαδημαϊκού και ετούτων των νερών.
Ο Νανογωβιός είναι το μικρότερο ψάρι της Eυρώπης και ένα από τα μικρότερα σπονδυλωτά του κόσμου. Διακρίνεται εύκολα από το αχνό, ωχροκίτρινο σώμα με τις χαρακτηριστικές, κάθετες σκοτεινόχρωμες λωρίδες. Παρατηρώντας τους μικρούς παραλίμνιους οικισμούς, αποκτούμε εικόνα για την τοπογραφία της περιοχής. Η Μυρτιά είναι γνωστή για τα λουτρά και τους πορτοκαλεώνες της.
Άλλα χωριά είναι τα Παναιτώλιο, Καινούριο και Νέα Αβώρανη, ενώ στην περιοχή της Μακρυνείας, σημαντικότεροι «σταθμοί» είναι τα χωριά Καψοράχη, Γαβαλού, Ματαράγκα, Παπαδάτες και Κάτω Μακρινού. Τα εγχειρίδια γεωλογίας λένε ότι η λίμνη βρίσκεται σε κρυπτοβύθισμα, αφού το βαθύτερο τμήμα της λεκάνης της βρίσκεται κάτω από τη μέση στάθμη της επιφάνειας της θάλασσας. Τα οικοσυστήματα βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση με τα αντίστοιχα του Παναιτωλικού, του Aράκυνθου, των βουνών της Ναυπακτίας και του κάμπου του Αγρινίου.
Ο κ. Νίκος Θωμόπουλος είναι κι αυτός επαγγελματίας που ανήκει στην αλιευτική δύναμη της Καψοράχης. Τα σχόλιά του απηχούν το παλιό παράπονο του παράκτιου. «Ο μεγάλος ψαράς τρώει τον μικρό, φίλε. Δεν μπορούμε να τα βάλουμε με τα γρι - γρι, δεν αφήνουν μεροκάματο για μας», γκρινιάζει με πικρία. Τα παλιά παραλίμνια δάση, υπολείμματα των οποίων βρίσκουμε παντού, ήταν τόσο πυκνά που χρειαζόσουν ιδιότητες Ιντιάνα Τζόουνς για να τα διαβείς. Φράξοι, ιτιές, πλατάνια, σκλήθρα, λεύκες και λυγαριές προσέφεραν καταφύγιο σε πολλά σπάνια είδη.
Η περιοχή ήταν τότε ο παράδεισος του κυνηγιού. Τρίτη πρωτιά. Στη Λυσιμαχία υπήρχε πράγματι το μεγαλύτερο παραλίμνιο δάσος της Ελλάδας που εκριζώθηκε, ενώ η γη αποδόθηκε στην καλλιέργεια. Ακολουθώντας τις τότε αντιλήψεις περί χρησιμότητας και ανάπτυξης, το «έργο» άρχισε το 1915 και τελείωσε πριν από την Κατοχή. Λίγο πιο έξω από το Πετροχώρι, πηγαίνοντας προς Ανάληψη, υπάρχει ακόμη ένα αρκετά μεγάλο κατάλοιπο δάσους με αιωνόβιες βελανιδιές.
Κοντά στη λίμνη απλώνονται οι ελαιώνες και τα περιβόλια με τα εσπεριδοειδή. Τα περίφημα πορτοκάλια Tριχωνίδας και τα σαγκουίνια Γουρίτσας είναι περιζήτητα. Στις όχθες κυριαρχούν καλάμια, νεροκάλαμα και ψαθιά. Τα νούφαρα δεν σπανίζουν. Στην ανατολική γωνιά της λίμνης, πέφτουμε επάνω σε μια πανέμορφη «συστάδα», την οποία αποφεύγουμε με τον επιβεβλημένο, επιδέξιο ελιγμό. Ο κ. Γιώργος Ζαπαδιώτης και η γυναίκα του Τασία από τον Δαφνιά είναι το επόμενο δίδυμο που εντοπίζουμε στα ανοιχτά. Το σκαρί τους είναι με διαφορά το πιο περιποιημένο. Λίγο αργότερα σπεύδουμε στο προκαθορισμένο ραντεβού στον αγουροξυπνημένο καφενέ.
«Αυτή η λίμνη είναι από τις πιο σημαντικές της χώρας σε ό,τι αφορά τα ψάρια. Η ιχθυοπανίδα αποτελείται κυρίως από δρομίτσες, γλήνια, τσερούκλες, πεταλούδες, κυπρίνους και χέλια», εξηγεί ο τέως πρόεδρος του αλιευτικού συνεταιρισμού Τριχωνίδας κ. Ηλίας Ζαρκάδας. Αναλυτικότερα, τα ψάρια μπορούν να διακριθούν στα ενδημικά της Ελλάδας, όπως η Δρομίτσα, η Γουρνάρα, το Στρωσίδι και ο Λουρογοβιός.
Υπάρχουν βέβαια και τα ενδημικά της Αιτωλοακαρνανίας όπως η Tσερούκλα, το Γλανίδι και η Tριχωνοβελονίτσα. Ακόμα και ο Αριστοτέλης αναφέρεται στο Γλανίδι, στο ενδημικό ψάρι του Aχελώου και αυτών των λιμνών. Το συγκεκριμένο ψάρι αναγνωρίστηκε από διακεκριμένο Ελβετό βιολόγο, καθηγητή του πανεπιστήμιου του Χάρβαρντ. Ελαβε τα δείγματα από τον ποταμό Αχελώο το 1857. Δεν χρειάστηκε να σκεφτεί και πολύ για το όνομα. «Βάφτισε» το είδος Parasilurus Αristotelis, προς τιμήν του μεγάλου διανοητή που περιέγραψε πρώτος το λιλιπούτειο ψαράκι στο βιβλίο του «Ιστορίες των ζώων».
Συνθήκες και προοπτικές
Η Tριχωνίδα προσφέρει και αθερίνα. «Εχει λευκότερο και σαφώς νοστιμότερο κρέας από τη θαλάσσια», επιμένει ο κ. Ζαρκάδας. Από τις συζητήσεις και τις πληροφορίες γίνεται ολοένα και σαφέστερο το γεγονός ότι ακόμα και κάτω από τις σημερινές πιεστικές συνθήκες, η Τριχωνίδα συγκροτεί ένα μεγάλο, ισορροπημένο, λιμναίο οικοσύστημα.
«Αθερίνα, κέφαλος και δρομίτσα είναι τα βρώσιμα ψάρια που έχουν εμπορικό ενδιαφέρον. Η δουλειά δεν πάει και σπουδαία. Κάθε χρόνο επιστρέφουμε στο νερό περί τους διακόσιους τόνους που πιάνονται με τις διάφορες αλιευτικές μεθόδους αλλά δεν πουλιούνται... Σήμερα, οι ελεύθεροι παράκτιοι αλιείς δεν είναι ούτε δέκα, ενώ μέχρι τη δεκαετία του '60 υπήρχαν σχεδόν τριακόσιοι.
Οι παλιοί έφυγαν, οι νέοι δεν ασχολούνται. Μόνο η αθερίνα συντηρεί κάπως το ενδιαφέρον αφού βγαίνουν περίπου 150 τόνοι τον χρόνο που καταλήγουν στις αγορές Αθηνών και Πατρών, αποφέροντας κάποιο σταθερό μεροκάματο», λέει ο Ηλίας που επιμένει να κεράσει και τα καφεδάκια. Κατάγεται από οικογένεια ψαράδων, ο πατέρας του είχε ένα από τα τέσσερα γρι- γρι που δούλευαν στη λίμνη την Κατοχή και τα παιδιά του ζουν από το ψάρεμα. Είναι εξαιρετικά διαβασμένος και αστείρευτος.
«Μετά από πενταετή μελέτη, το Εθνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών πρότεινε τους 250 τόνους ετησίως ως ανώτατη ποσότητα για την αθερίνα, όριο που έτσι κι αλλιώς δεν υπερβαίνουμε. Η Τριχωνίδα είναι από τις καθαρότερες λίμνες της Ευρώπης, παρά τα απόβλητα που καταλήγουν στα νερά από τα ελαιοτριβεία. Τα καπνά που ήταν η κύρια αιτία ρύπανσης σταμάτησαν εδώ και μια δεκαετία».
Ο Ηλίας δεν χαρίζει κάστανα και εξηγείται: «Είναι σαν να έχει χαθεί η κοινή λογική. Η νομαρχιακή αρχή έπρεπε προ πολλού να έχει επιβάλει τον βιολογικό καθαρισμό των λυμάτων των ελαιοτριβείων». Σύμφωνα με τον Ηλία, τέτοια αθερίνα υπάρχει μόνο σε μια μικρή λίμνη της Γαλλίας, ενώ η εκδοχή που προσφέρει για την εμφάνισή της μιλάει για «ταξίδι» από τη θάλασσα με ενδιάμεσους σταθμούς τον Αχελώο και τη Λυσιμαχία. «Η Τριχωνίδα εξάγει ύδατα, οπότε τα ψάρια ήρθαν κόντρα στο ρεύμα και εγκλωβίστηκαν. Σημειώστε ότι γεννάει περίπου εννέα φορές τον χρόνο» λέει, ολοκληρώνοντας αυτό το σύντομο ιχθυολογικό μάθημα.
Εκφράζει, τέλος, τις σκέψεις του για το έργο στις «πόρτες» μεταξύ Τριχωνίδας και Λυσιμαχίας που έδωσε διέξοδο στο πρόβλημα της άρδευσης του κάμπου του Μεσολογγίου αλλά, κατά τη γνώμη του, όχι χωρίς παράπλευρες απώλειες, με κυριότερη την αδυναμία των ψαριών να ανέβουν στο επίπεδο της Τριχωνίδας. Ο τελευταίος εμπλουτισμός της λίμνης με γόνο έγινε πριν από πέντε χρόνια. Ο κ. Ζαρκάδας λέει ότι λύση στο ζήτημα του εμπλουτισμού θα μπορούσε να δώσει η κατασκευή μιας δεύτερης πόρτας μεταξύ των δύο λιμνών και η «έξυπνη» λειτουργία της σε συνδυασμό με την ήδη υφιστάμενη.
Η Tριχωνίδα ανήκει επιπλέον στις περιοχές Natura 2000. Η ορνιθοπανίδα της είναι από τις πλέον ενδιαφέρουσες της χώρας. Πορφυροτσικνιάς, Σταχτοτσικνιάς, Kρυπτοτσικνιάς, Tσικνάκι και Λευκοτσικνιάς είναι μερικά από τα είδη που είδαμε ακόμα και εμείς, στο πλαίσιο της μικρής μας βόλτας.
Νυχτοκόρακες και Λεπτομύτες, ανήκουν στα σπανιότερα είδη. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα συχνάζει εδώ και ο δυσεύρετος Αργυροτσικνιάς. Η υψηλή περιεκτικότητα της λίμνης σε μικρά ψάρια και άλλα υδρόβια σπονδυλωτά και ασπόνδυλα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη χειμερινή συγκέντρωση αξιόλογου αριθμού από Σκουφοβουτηχτάρια, Mαυροβούτια και Kορμοράνους.
Την ίδια εποχή συγκεντρώνονται τα παπιά. Σφυριχτάρι, Kιρκίρι, Γκισάρι, Πρασινοκέφαλη, Σουβλόπαπια, Σαρσέλα, Τσικνόπαπια, καθώς και πολλές Φαλαρίδες. Μερικά από τα αρπακτικά που φωλιάζουν εδώ είναι ο Φιδαετός, η Ποντικοβαρβακίνα, ο Πετρίτης, το Bραχοκιρκίνεζο, το Διπλοσάινο, το Ξεφτέρι, το Δενδρογέρακο, το Xρυσογέρακο, ο Xρυσαετός, ο Kραυγαετός, ο Mπούφος, η Tυτώ, ο Γκιώνης, η Kουκουβάγια κ.ά. Παλαιότερα, στις αρχές του 19ου αιώνα, στην περιοχή της Κλεισούρας και των λιμνών ζούσε και ο Γυπαετός.
Δεν είναι εύκολο να αποχωρήσουμε χωρίς να επιδιώξουμε να γευτούμε την τοπική σπεσιαλιτέ, την γευστική γλανιδόσουπα. Τόσες μέρες στην περιοχή, όλοι γι' αυτή μιλάνε. Οι υποστηρικτές της γαστρονομικής της αξίας ισχυρίζονται ότι το γλανίδι Τριχωνίδας είναι το πιο νόστιμο απ/ όλα τα γλανίδια του πλανήτη. Το κρέας του δεν τρώγεται επειδή έχει πολλά «αγάνια», αλλά γίνεται μια σουρωτή γλανιδόσουπα που θεωρείται πεντανόστιμη. Οι παλιοί τη χρησιμοποιούσαν έως και για φάρμακο.




Πηγή:psarema.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου