Κάποτε ήταν δυο αδέρφια.
Ο Αντώνης και ο Γιώργης.Ο Γιώργης μια μέρα έχασε τ’ άλογα.
Γυρνώντας σπίτι ανοικοίνωσε στον Αντώνη,το χαμό τους κι
εκείνος πάνω στο θυμό του,μετά από λογομαχία σκότωσε τον αδερφό του .
Όταν κατάλαβε τί έκανε έκλαιγε τόσο πολύ…χτυπιόταν,φώναζε ούρλιαζε.
Έκλαιγε τόσο πολύ,μετανιωμένος για την αποτρόπαια πράξη του..για ασήμαντη αφορμή.
Μετανιωμένος…απεγνωσμένος ο Αντώνης,παρακαλούσε το Θεό να του αφαιρέσει την-άδικη πια- ζωή του.
Εκείνος,ακούγοντας τον κλαυθμό του,τον μεταμόρφωσε σε πουλί…τον γκιώνη (εκ του Αντώνης).
Πάνω στο παραλήρημά του,θρηνώντας τον αδερφό του, ο Αντώνης φώναζε «Γιώργο…Γιώργο….τά βρες τ’ άλογα;»
ενώ αργότερα άφηνε ένα μακρόσυρτο και γεμάτο απελπισία: «γγγ…γγγγγ….γγγγγγ…γγγ.»
Λένε οτι η μέρα του Αγ.Γεωργίου το πουλί αυτό μετά το χαρακτηριστικό μελαγχολικό «γκιών» ,λέει και το προαναφερόμενο γγγγγγγγγγ,ως ανάμνηση του αδερφού του Γιώργη.
Εὐχαριστῶ.
ΑπάντησηΔιαγραφήἬδη σήμερα τὸ χρησιμοποίησα καὶ ἀλλοῦ.