.

.

.

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020

Η κοπή βασιλόπιτας του συλλόγου ιεροψαλτών "ΑΝΘΙΜΟΣ Ο ΑΡΧΙΔΙΑΚΟΝΟΣ"


Μέσα στο οικείο περιβάλλον της αίθουσας του ιερού ναού Αγίας Τριάδος Αγρινίου την Κυριακή 9 Φεβρουαρίου το απόγευμα μαζεύτηκαν τα μέλη του
συλλόγου ιεροψαλτών  "ΑΝΘΙΜΟΣ Ο ΑΡΧΙΔΙΑΚΟΝΟΣ" ΜΕ ΕΔΡΑ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΑΓΡΙΝΙΟΥ, για την κοπή της καθιερωμένης βασιλόπιτας.
Την εόρτια αυτή σύναξη ευλόγησε με την παρουσία του και τα πνευματικά του λόγια ο σεβασμιώτατος μητροπολίτης μας κ. Κοσμάς.
Ακολούθως έλαβε τον λόγο ο Δημήτριος Παπακαμμένος (πρωτοψάλτης του ιερού ναού Αγίου Γεωργίου Λεπενούς), ο οποίος αναφέρθηκε στις απαρχές της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, καθώς και στα τροπάρια της Κυριακής Τελώνου και Φαρισαίου.
Τέλος, ο Πέτρος Καραγιάννης [λαμπαδάριος Αγίου Δημητρίου Αγρινίου) παρουσίασε το νέο πόνημα του Φώτη Θεοδωρακόπουλου "η αγία και μεγάλη Εβδομάδα", ένα κλασικό και πλήρες μουσικό βιβλίο, όπως ακριβώς το χαρακτήρισε.
Οι φωτογραφίες που ακολουθούν είναι του Χρήστου Παλούμπα.


















ὁμιλία στήν κοπή τῆς πρωτοχρονιάτικης πίττας
τοῦ συλλόγου ἱεροψαλτῶν μέ ἕδρα τό Ἀγρίνιο (9-2-2020)
ὑπό Δημητρίου Παπακαμμένου.

Σεβασμιώτατε, Σεβαστοί πατέρες, Ἀγαπητοί ἀδελφοί ἱεροψάλται καί φίλοι τῆς βυζαντινῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, ἔτη πολλά.
Ἀπό τόν παρελθόντα ἑσπερινόν ἐπί τῶν ἱερῶν ἀναλογίων ἤνοιξε τό βιβλίον τοῦ Τριῳδίου καί ἐψάλησαν οἱ σχετικοί ὕμνοι.
Δεδομένου ὅτι εὑρισκόμεθα εἰς τήν προετοιμασίαν διά τήν εἴσοδον εἰς τήν Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, οἱ τά πάντα καλῶς διαταξάμενοι ἅγιοι πατέρες καθόρισαν τήν ἡμερολογιακήν διάταξιν τῶν ἀκολουθιῶν, ὥστε σταδιακά και συγχρόνως, ἀλλά καί συμφώνως πρός τό ὑμνολογικόν περιεχόμενον νά ὁδηγηθοῦμε εἰς τήν Μεγάλην Τεσσαρακοστήν.
Αἱ τρεῖς Κυριακαί, ἤτοι Τελώνου καί Φαρισαίου, τοῦ Ἀσώτου καί τῆς Ἀπόκρεω ἤ Δευτέρας Παρουσίας ὡς προγύμνασμα καί παρακίνησις ἐπενοήθησαν ὑπό τῶν Πατέρων, ὥστε νά προετοιμαστοῦμε καί ἕτοιμοι γινόμεθα πρός τούς πνευματικούς ἀγῶνας τῶν νηστειῶν, ἀποβάλλοντες τήν μισητήν συνήθειαν.
Πρώτην τήν τοῦ Τελώνου και Φαρισαίου παραβολήν ἐκθέτουν καί προσφώνησιν τήν ἑβδομάδα ὀνομάζουν καί τοῦτο διότι, ὅπως ἀκριβῶς οἱ πρός πόλεμον ἑτοιμαζόμενοι ἀπό τῶν στρατηγῶν τήν πολεμικήν τέχνην διδάσκονται καί δι’ αὐτήν ἀσκοῦνται, προετοιμάζοντες τά πρός τήν μάχην πολεμικά ὄργανα (πανοπλίες) καί κάθε ἐμπόδιον παραμερίζουν ἀλλά καί ὁδηγίες καί παραδείγματα λαμβάνουν, κατ’ αὐτόν τόν τρόπον οἱ στρατηγοί ἐκδιώκουν τήν δειλίαν, τήν ῥαθυμίαν καί κεντρίζουν τόν ζῆλον.
Οὕτω καί οἱ θεῖοι Πατέρες προαναγγέλλουν τήν ἐπερχομένην νηστεῖαν, τοιουτοτρόπως ἐργαζόμενοι πάντες καί παρατασσόμενοι ἔναντι τῶν δαιμόνων καί κάθε πάθος πού δηλητηριάζει τήν ψυχήν μας μέ τήν μακράν περίοδον τῆς νηστείας νά κατορθώσουμε νά καταπολεμήσουμε.
Ἐνδυσάμενοι λοιπόν τά ὅπλα τῆς μεταμελείας καί ταπεινώσεως, παραμερίζοντες τό ἐμπόδιον τῆς ἀλαζονείας καί ἐπάρσεως, διά τοῦτο πρώτην τήν παραβολήν τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου ἐθέσπισαν, θεωροῦντες τήν ὑπερηφάνειαν ὡς ἐμπόδιον, τό ὁποῖον ἀπό Ἐωσφόρου πρίν, σκότος ἔγινε μετά ταῦτα.
Ἀπό σήμερα, εὐστοχότερα ἀπό χθές ἀκούσαμε ὕμνους πού περιγράφουν τήν παραβολήν τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου. Οἱ ὕμνοι χαρακτηρίζονται ἀπό θεολογικόν πνευματικόν, ἀλλά καί ποιητικόν καί ὑμνολογικόν περιεχόμενον. Τά περί θεολογικοῦ καί πνευματικοῦ περιεχομένου ὑπάρχουν ἄλλοι ἀρμοδιότεροι ἐμοῦ νά ἀναπτύξουν. Σήμερα ἐδῶ θά παραθέσω ἐν συντομίᾳ ὀλίγα στοιχεῖα περί ὑμνολογικοῦ καί ποιητικοῦ περιεχομένου.
Γενικώτερα ἡ ἐκκλησιαστική ποίησις καί ὑμνολογία ἄρχισε ἀπό τούς πρωτοχριστιανικούς χρόνους, ἕλκουσα τήν καταγωγήν της ἀπό τούς ψαλμούς τοῦ Δαυίδ. Εἶναι ἀληθές ὅτι βιβλικοί ψαλμοί ἀπετέλεσαν τόν σκελετόν τῆς νυχθημέρου ἀκολουθίας. Αὐτό συνέβη ἀπό τά μέσα τοῦ 2ου αἰῶνος καί μάλιστα ὡς προφητικά ἀναγνώσματα, ὄχι ὡς ὕμνοι. Ἀπό τά μέσα τοῦ 5ου αἰῶνος ἀρχίζει ἡ ἐμμελής ἀπαγγελία των, ἡ ὁποία κατέληξεν εἰς τήν μελώδησίν των. Ὁπότε συνάγεται τό συμπέρασμα ὅτι οἱ ψαλμοί ἀσκοῦν ἐπιρροήν ἐπί τῆς ἑλληνικῆς ὑμνογραφίας ἀπό τοῦ 4ου αἰῶνος, ἐνῶ ἡ κατά κυριολεξία ὑμνογραφία ὑφίσταται ἀπό τούς χρόνους τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ὑπάρχει μία δευτέρα θεωρία ὅτι οἱ ἑλληνικοί ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι κατάγονται ἀπό τήν συριακήν ὑμνογραφίαν, εἶναι ὅμως ἀσθενής, μή ἔχουσα βάσιν, οὔτε ὕπαρξιν πρό τοῦ 2ου αἰῶνος. Ὡς σειρά μεταβάσεως προτείνονται: ὠδαί Σολομῶντος (τοῦ 2ου αἰῶνος), ψαλτήριον τοῦ Βαρδησάνους, Ἐφραίμ ὁ Σῦρος, Ρωμανός ὁ μελωδός κ.τ.λ.
Εἰς τό ψαλτήριον τοῦ Βαρδησάνους οἱ ψαλμοί ἔχουν ἑλληνικόν χρωματισμόν, ἀφοῦ συντάκτης του ἦτο ὁ υἱός του Ἁρμόνιος, ὁ ὁποῖος κατηγορεῖται ὡς μιμητής ἑλληνικῶν προτύπων. «Ἁρμόνιον φασί διά τῶν παρ’  Ἕλλησι λόγων ἀχθέντα, πρῶτον μέτροις καί νόμοις μουσικοῖς τήν πάτριον φωνή ὑπαγαγεῖν καί χοροῖς παραδοῦναι». Ἀβιάστως συμπεραίνεται ὅτι ἡ συριακή ὑμνογραφία ἔχει ἑλληνικήν καταγωγήν καί οὐχί τό ἀντίθετο.
Ἡ χριστιανική ποίησις εἶναι ἐνδογενές προϊόν καί παρουσιάζει ἀπ’ ἀρχῆς ποικιλία, ὅπως φαίνεται ἀπό τό χωρίον τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, λέγοντος «ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἐνοικείτω ἐν ὑμῖν πλουσίως ἐν πάσῃ σοφίᾳ, διδάσκοντες καί νουθεντοῦντες ἑαυτούς ψαλμοῖς καί ὕμνοις καί ὡδαῖς πνευματικαῖς ἐν χάριτι ἄδοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ».
Εἰς τό ἀνωτέρω χωρίον συναντῶμεν ὅλα τά εἶδη τῆς ποιήσεως τά ὑπάρχοντα εἰς τήν ἀρχέγονον Ἐκκλησίαν. Ψαλμοί λέγονται τά χριστιανικά ἄσματα, ἔχοντα ὡς πρότυπον τούς ψαλμούς τοῦ Δαυίδ. Ὕμνοι τά χριστιανικά τοιαῦτα ἐπηρεασμένα ἐξωτερικῶς ἀπό τούς ἑλληνικούς ὕμνους. Ὡς πνευματικαί ὠδαί ἐννοοῦνται ὅσα ἀλλαχοῦ ὁ ἀπόστολος ὑπαινίσσεται λέγων «ψαλῶ τῷ Πνεύματι», τῆς ὁποίας δράσεως ἡ ἔννοια διακρίνεται ἀπό τήν ἔννοιαν «ψαλῶ τῷ νοΐ». Τά τελευταῖα ἀπήγγελλον εἰς τάς συναθροίσεις οἱ χριστιανοί. Δέν ἐπέζησαν ὅμως μετά τήν ἀποστολικήν περίοδον.
Εἰς τήν Καινήν Διαθήκην συναντῶμεν τέσσερα ἄσματα εἰς τό κατά Ματθαῖον εὐαγγέλιον× τήν ὠδήν τῆς Θεοτόκου «μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον…», τήν ὠδήν τοῦ Ζαχαρίου, τήν ὠδήν τῶν Ἀγγέλων καί τήν ὠδήν τοῦ θεοδόχου Συμεών «νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλον σου Δέσποτα…». Ψάλλονται ὅλα καί σήμερα εἰς τάς ἀκολουθίας. Εἶναι συντεθειμένα μέ τήν τεχνικήν τοῦ παραλληλισμοῦ ἤ τῆς ἀντιθέσεως× καθεῖλε δυνάστας ἀπό θρόνων καί ὕψωσε ταπεινούς, πεινῶντας κ.τ.λ.
Τήν καθαρῶς ἑλληνικήν ὑμνογραφίαν ἐκπροσωποῦν εἰς τήν Καινήν Διαθήκην οἱ ὕμνοι τῶν ἐπιστολῶν τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀπηλλαγμένοι ἀπό κάθε στοιχεῖο τῆς ἑβραϊκῆς του καταγωγῆς, εἰσάγοντας νέαν πίστιν καί νέον φρόνημα.
Ἀρχαιότατος ὕμνος ἀπό ὅσους ἔχουν διασωθεῖ εἶναι τοῦ λυχνικοῦ, ἤτοι τό γνωστόν σέ ὅλους μας «φῶς ἱλαρόν», ψάλλεται εἰς τόν ἑσπερινόν. Ἀποτελεῖται ἀπό δύο στροφές μέ ἐφύμνιον, τό ὁποῖον σήμερον ἔγινε καί αὐτό στροφή. Εἰς τό ἐφύμνιον παρατηροῦμε ὁμοιοκαταληξίαν, ἰσοσυλλαβίαν καί ὁμοτονίαν:
ἰδόντες φῶς ἐσπερινόν

8 συλλαβαί


ὑμνοῦμεν Πατέρα, Υἱόν
καί Ἅγιον Πνεῦμα, Θεόν
Εἰσερχόμενοι λοιπόν εἰς τήν καθαρῶς ἐκκλησιαστικήν ὑμνογραφικήν περίοδον ἀπό τά μέσα τοῦ 4ου αἰῶνος καί ἐπέκεινα τά πράγματα ἀντιστρέφονται. Ἡ θρησκευτική ποίησις ἐκφράζει συναισθήματα κατά τήν προσπάθειαν τοῦ ὑμνογράφου πρός ἀνάτασιν καί ἐπαφήν μέ τό θεῖον, ὁπότε διαφαίνεται ἡ ἀνάγκη κοινωνίας μέ τόν Θεόν διά μέσου τῶν ὕμνων.
Ἀπό τά μέσα λοιπόν τοῦ 4ου αἰῶνος ἔχουμε μιά μικτήν μελώδησιν ὕμνων καί ψαλμῶν, π.χ. ἐλέησόν με ὁ Θεός κατά τό μέγα ἔλεός σου... μνήσθητί μου Κύριε... ὡς ἐφύμνιον καί οὕτω καθεξῆς. Ἤ ἐκτενέστερα εἰς τόν ὕμνον τῶν τριῶν ἐν τῇ καμίνῳ παίδων, τόν ψαλλόμενον τῷ Μεγάλῳ Σαββάτῳ× Εὐλογεῖτε Ἄγγελοι Κυρίου, οὐρανοί Κυρίου τόν Κύριον... ἐφύμνιον: τόν Κύριον ὑμνεῖτε καί ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τούς αἰῶνας.
Ἐν συνεχείᾳ διά μεγαλυτέρας ἐπεξεργασίας παρήχθη ὁ κύκλος τῶν στιχηρῶν καί τῶν ἀποστίχων.
Εἰς τήν ἀρχαϊκήν ἐποχήν κάθε ἐμπνεόμενος χριστιανός ἠδύνατο νά μελωδήσῃ ὕμνον ἰδίας του ἐμπνεύσεως μέ ἐφύμνιον τό ὁποῖον ἐπανελάμβανον οἱ πιστοί. Σύν τῷ χρόνῳ ἐδημιουργήθη ἰδιαιτέρα τάξις συντακτῶν ὕμνων πού ἦσαν ταυτοχρόνως καί συνθέτες, διά τοῦτο ὠνομάσθησαν ἀδιακρίτως ποιηταί, μελωδοί, ὑμνωδοί.
Ἀπό τοῦ 5ου αἰῶνος διεμορφώθη τό κοντάκιον τοῦ ὁποίου ἡ πρώτη ἐμφάνισις εἶχε σημειωθεῖ διά τοῦ ὕμνου τῶν παρθένων τοῦ Μεθοδίου Ὀλύμπου περί τό ἔτος 300 μ.Χ.
Τό κοντάκιον, καλούμενον ἄλλοτε ὕμνος ἄλλοτε δέ ᾠδή, ἀπαρτίζεται ἀπό ἕν προοίμιον (τό κουκούλιον) καί ἀπό ἀριθμόν στροφῶν (οἴκων), κυμαινόμενον ἀπό 18 ἕως 30. Ἔστω ὡς παράδειγμα οἱ χαιρετισμοί τῆς Θεοτόκου πού περιλαμβάνουν 24 στροφές. Τό προοίμιον μέ ἰδικήν του μελωδίαν (ἰδιόμελον), αἱ στροφαί κατά τό μέλος τῆς πρώτης. Κύρια χαρακτηριστικά τῶν κοντακίων εἶναι ἡ ἀκροστοιχίδα σχηματιζομένη μέ τά πρῶτα γράμματα ἑκάστης στροφῆς. Αὕτη ἠμπορεῖ νά εἶναι ἀλφαβητική ἤ ἐννοιολογική, δηλοῦσα τόν ὑμνογράφον ἤ τό ὑμνούμενον πρόσωπο ἤ γεγονός.
Τό κοντάκιον ἤκμασε περί τούς 2 αἰῶνας, κύριός του δέ ἐκπρόσωπος ἦτο Ρωμανός ὁ μελωδός. Ἄρχισε νά παρακμάζει ἅμα τῇ ἐμφανίσει τῶν κανόνων (νέου ποιητικοῦ εἴδους). Τότε διετηρήθη μόνον τό προοίμιον, τό σημερινόν «κοντάκιον» καί ἡ πρώτη στροφή αὐτοῦ ὁ «οἶκος», τά ἀναγινωσκόμενα ἤ μελωδούμενα εἰς τόν ὄρθρον.
Προφανῶς τό ὄνομα κοντάκιον ὀφείλεται εἰς τήν κολόβωσιν τοῦ περιεχομένου, δηλαδή τήν ἀποκοπήν τῶν οἴκων ἤ ἐκ τοῦ κοντοῦ τοῦ ξυλίνου πήχεως εἰς τόν ὁποῖον περιελίσσετο τό περγαμηνόν χειρόγραφον.
Ἀπό τοῦ 7ου αἰῶνος καί ὕστερον ἀνεπτύχθησαν οἱ κανόνες, ὅπως ὑπάρχουν ἕως σήμερον καί ἀποτελοῦν τό βασικόν στοιχεῖον τοῦ ὄρθρου. Ὁ κανών ἔχει τήν δομή τῶν ἐννέα ᾠδῶν, συναντοῦμε ὅμως πενταῴδια, τετραῴδια καί τριῴδια, ἤτοι κανόνες μέ λιγότερες ᾠδές. Σέ χρήση στούς κανόνες εἶναι οἱ ἐννέα ᾠδές, πλήν τῆς β΄ ᾠδῆς, μέ ἐξαίρεσιν τόν Μεγάλο Κανόνα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης.
Κατά τήν περίοδον τῆς εἰκονομαχίας κατεστράφησαν τά ἱερά βιβλία καί ἔτσι χάθηκαν τά κοντάκια καί οἱ περισσότεροι ὕμνοι. Κατά συνέπεια ἐδανείσθησαν ἐκ τῶν Ἱεροσολύμων τό τυπικόν καί τούς κανόνες πιά. Κύριοι καί διασημότεροι ποιηταί τῶν κανόνων εἶναι οἱ Ἀνδρέας Κρήτης, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός καί ὁ Κοσμᾶς ὁ μελωδός.
Τῆς σημερινῆς Κυριακῆς τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου οἱ ὕμνοι εἶναι ἀνεπίγραφοι, δηλαδή δέν ἀναφέρεται ὑμνογράφος. Ὅμως στόν κανόνα συναντοῦμε τό ὄνομα Γεώργιος.
Εἰδικώτερα ἀναλύοντας τά κείμενα ἐσπερίων, ἀποστίχων καί αἴνων βλέπουμε ὅτι ἀποτυπώνουν ποιητικά τήν ὑπό τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ περιγραφή τῆς παραβολῆς.
Τά ἰδιόμελα τῶν ἐσπερίων εἶναι τονισμένα εἰς ἦχον πρῶτον τοῦ διατονικοῦ γένους. Ὡς πρός τό ἦθος του ὁ πρῶτος ἦχος παρουσιάζει χαρακτῆρα σεμνόν, ἀξιωματικόν, μεγαλοπρεπῆ, σοβαρόν. Τό μέλος του ὡς ἐπί τό πλεῖστον εἶναι  ἡσυχαστικόν ἀλλά διασταλτικόν, ὅπως θά ἀντιληφθοῦμε παρακάτω, ἐξαίρει κάθε ὑψηλό καί μεγάλο ἀλλά καί ἄξιον θαυμασμοῦ καί ἐξάρσεως, μᾶς ἐμπνέει δέ θαυμασμό καί συνάμα φρόνημα ἀνδρικόν καί γενναῖον. Περιέχει στοιχεῖα ἀντιθέσεως ὅπως φαρισαϊσμός – ταπεινοφροσύνη. Ἐπιλέγοντας τήν ταπεινότητα ὡς ὑψηλόν καί ἐξαίροντάς τήν, μᾶς προτρέπει νά λάβουμε ὡς παράδειγμα τήν στάσιν τοῦ Τελώνου, ὁ ὁποῖος ἔχοντας ἐπίγνωσιν τῆς ἁμαρτωλότητός του, μέ σκυμμένο τό κεφάλι ἐπιζητεῖ τήν συγχώρησιν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία καί δι’ ἡμᾶς διέρχεται διά μέσου τοῦ παιδαγωγικοῦ μέσου τῆς νηστείας.
Εἰς τό δεύτερον ἰδιόμελον καί πάλι ἡ ἀντιδιαστολή καί ἡ ἀντίθεσις εἶναι τό κυρίαρχον ποιητικόν στοιχεῖον. Ὁ Φαρισαῖος ἔχοντας νικηθεῖ ἀπό τήν κενοδοξία, ἁμαρτία θανάσιμη τῆς ἐποχῆς μας, ἐν ἀντιθέσει μέ τόν Τελώνην, ὁ ὁποῖος μέ συντριβή μετανοίας ἔκλινε τήν κεφαλήν ὡς ἐξομολογούμενος πρό τοῦ πνευματικοῦ, προσῆλθαν ἐνώπιον τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἀλλά ὁ μέν καυχησάμενος ἐστερήθη τῶν ἀγαθῶν (δηλαδή τῆς χάριτος τῆς συγχωρήσεως). Καί πάλιν ἀντίθεσις. Ὁ δέ Τελώνης μή φθεγξάμενος (δηλαδή δέν ἔβγαλε οὐδέ ψίθυρον) ἠξιώθη τῶν δωρεῶν διά μέσου μόνον τῶν στεναγμῶν. Θά παρατηρήσω ἐδῶ ὅτι πολλοί ἐκ τῶν Πατέρων περιγράφουν τόν στεναγμόν ὡς ἕνα μέσο ἐκφράσεως μετανοίας.
Τό δοξαστικόν τῶν ἐσπερίων εἶναι τονισμένον εἰς ἦχον πλάγιον τοῦ τετάρτου, τό δέ ἦθος τοῦ ἤχου εἶναι ἡσυχαστικό, πρᾶγμα πού δημιουργεῖ στόν ἄνθρωπο γαλήνην, διαχυτικότητα, μεγαλοφροσύνην καί μεγαλοπρέπειαν.
Εἰς τό δοξαστικόν αὐτό ὁ ὑμνογράφος ἀπευθύνεται σέ πρῶτο πρόσωπον εἰς τόν Κύριον ἡμῶν, ἀποκαλῶντας Αὐτόν Παντοκράτορα καί ἀναγνωρίζοντας ἀπερίφραστα τήν παντοδυναμίαν, λέγοντάς Του ὅτι οἶδα, δηλαδή γνωρίζω, εἶμαι βέβαιος πώς τά δάκρυα ἔχουν τήν ἀνυπέρβλητην δύναμιν τῆς συγχωρήσεως. Ὅπως ἔγινε μέ τόν Ἐζεκία ὁ ὁποῖος διά δακρύων ἀνήγαγε καί ἐλύτρωσε ἐκ τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου τήν ἁμαρτωλήν, φέρουσαν τό βάρος χρονίων πταισμάτων. Παραλληλίζονται ἐν συνεχείᾳ μέ τήν παραβολήν, τήν στάσιν τοῦ Τελώνου, ὅτι τά δάκρυα καί οἱ στεναγμοί του τόν ἐδικαίωσαν περισσότερον ἀπό τόν Φαρισαῖον. Δεόμενος καθένας ἐξ ἡμῶν διά τῆς γραφίδος τοῦ ὑμνογράφου, οὐ μόνον καί τῆς φωνῆς τοῦ ψάλλοντος τόν ὕμνον, νά συναριθμήσῃ καί ἡμᾶς μεταξύ τῶν δικαιωμένων.
Ὡς ἐπιτομή καί βεβαίωσις τῶν παραπάνω ἔρχεται τό δοξαστικόν τῶν αἴνων, ἐπιβεβαιώνοντας μέ τόν πλέον κατηγορηματικό τρόπο, ἀλλά καί μέ τήν πιό εὔγλωττην διατύπωσιν μέσα ἀπό τήν ἀκρίβεια τῶν φράσεων, καταδεικνύοντας τόν ἄριστο χειρισμό καί τήν γνώσιν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης τά ὅσα προηγουμένως ἀνέλυσα. Ὑποδεικνύοντάς μας ὡς τρόπον σωτηρίας τά δάκρυα μετανοίας, τήν ταπείνωσιν καί τέλος τήν συντετριμμένην καρδίαν.
Ἀπευθυνόμενος καί πάλιν πρός τόν Σωτήρα λέγει ὅτι «δέν σοῦ προσάγουμε ὑψηλόφρονας λογισμούς, ἀλλά συντετριμμένας καρδίας, τάς ὁποίας σύ δέν παραβλέπεις. Καί προσπίπτομεν ἔμπροσθέν σου, σέ σένα πού ἔπαθες δι’ ἡμᾶς, ὑποβάλλοντας παράκλησιν ἵνα παράσχῃς τήν ἄφεσιν – τήν συγχώρησιν καί τό μέγα ἔλεος». Εἰς αὐτό καί ὁ ἴδιος ἐλπίζω.
Παρατηροῦμε ἐδῶ ὅτι ἐντός ὀλίγων φράσεων ὑπάρχει ἀμέσως ἤ ἐμμέσως ἤ ὑπονοεῖται ἕνα πλουσιότατο νόημα μέ τόν πλέον ἀριστοτεχνικό τρόπο καταγεγραμμένο. Ὁδηγούμαστε μετά βεβαιότητος στό ἑδραῖο συμπέρασμα ὅτι πέραν τῶν γραμματικῶν ἱκανοτήτων τοῦ ὑμνογράφου, εἶναι καταφανής ὁ ἀπ’ οὐρανοῦ φωτισμός του καί πλουσία ἡ δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Εὐχόμενοι νά φωτίζῃ καί ἡμῶν τήν διάνοια καί τά ἔργα.
Καλό Τριώδιο, καλή Τεσσαρακοστή καί καλόν ἀγῶνα.
Σᾶς εὐχαριστῶ ἐκ βάθους ψυχῆς.
















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου